σεσαρωμένος

σεσαρωμένος
σαρόω
sweep clean
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρώνω — σαρῶ, όω, ΝΑ, και σαροννύω Α 1. σκουπίζω, καθαρίζω το έδαφος ή το δάπεδο («οἶκος σεσαρωμένος», ΚΔ) 2. μτφ. παρασύρω, καταστρέφω, εξαφανίζω («ο τυφώνας σάρωσε τα πάντα») νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διενεργώ σάρωση 2. μτφ. συγκεντρώνω («σάρωσε όλα τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”